- σεληνογραφικός
- -ή, -ό, Ν1. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεληνογραφία2. φρ. α) «σεληνογραφικές συντεταγμένες»αστρον. σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων, χρησιμοποιούμενων στη σεληνογραφία, κατά το οποίο ο ισημερινός τής Σελήνης αποτελεί τον βασικό κύκλο και ο κεντρικός μεσημβρινός τον πρώτο κάθετο κύκλοβ) «σεληνογραφικό πλάτος»αστρον. το πλάτος που μετρείται βόρεια και νότια τού σεληνιακού ισημερινού από 0° ώς 90°γ) «σεληνογραφικό μήκος»αστρον. το μήκος που μετρείται προς τα ανατολικά και προς τα δυτικά τού κεντρικού μεσημβρινού τής Σελήνης από 0° ώς 90°.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεληνογραφία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1882 στον Γ. Χ. Παπαγεωργίου].
Dictionary of Greek. 2013.